- κυφογέρων
- κῡφο-γέρων, οντος, ὁ,A old man bent with age, Steph.in Hp.2.276 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυφογέρων — κυφογέρων, οντος, ὁ (Α) γέρος σκυφτός λόγω τής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. κυφός + γέρων (πρβλ. δημο γέρων, φιλο γέρων)] … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek